παραλέγομαι

παραλέγομαι
παραλέγομαι (cp. λέγομαι in sense of ‘choose, pick out’; Lat. lego as nautical term Vergil, Georgics 2, 44; sim. in Engl. ‘pick’ OED vb. IV, 7, b) coast along (Strabo 13, 1, 22) w. acc. of the place that one passes (Hanno [IV B.C.], Periplus 11: CMüller, GGM I [1855] p. 9=ln. 57 Oik., s. also appendix p. 35, 11; Diod S 13, 3, 3 τὴν Ἰταλίαν; 14, 55, 2) αὐτήν Ac 27:8. τὴν Κρήτην vs. 13.—Field, Notes 144. DELG s.v. λέγω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραλέγω — ΝΜΑ, παραλέω Ν νεοελλ. 1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς) 2. λέω πολλά, φλυαρώ αρχ. (το ενεργ. και το παθ.) 1. αποσπώ τις περιττές τρίχες …   Dictionary of Greek

  • παραναλέγομαι — Μ παραπλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀναλέγομαι (αντί παραλέγομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”